- περιιών
- περϊιών , περίειμι 1to be aroundpres part act masc nom sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαιρώ — (AM ἐξαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ 2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών… … Dictionary of Greek
κυκλεύω — (AM) [κύκλος] 1. περιστρέφω κυκλικά («περὶ τὸν περινεὸν κυκλεύειν τὸ ὀθόνιον», Ιπποκρ.) 2. περικλείω κάτι με κύκλο («κυκλεύειν ἅπαν τὸ στράτευμα», Ονήσ.) 3. περιέρχομαι κυκλικά («τὴν γῆν περιιὼν καὶ κυκλευὼν ὁ ἥλιος», Κλεομήδ.) 4. διανύω («ὅσον… … Dictionary of Greek
ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… … Dictionary of Greek
ՇՐՋԱԳԱՅ — (ի, ից. կամ այց.) NBH 2 0495 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 11c, 12c, 13c, 14c ա. περιΐων, περιοδικός errans, ambulans, certo orbe recurrens, periodicus. Որ շրջագայի. շրջօղ. շրջաբերական. շրջանաւոր. թափառական.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)